Υπογονιμότητα
Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία αυτόματης σύλληψης.
Θεωρούμε ότι ένα ζευγάρι εμφανίζει υπογονιμότητα όταν δεν έχει επιτευχθεί σύλληψη μετά από 12 μήνες ελεύθερων και τακτικών σεξουαλικών επαφών. Το ζευγάρι πρέπει, μετά την συμπλήρωση των 12 αυτών μηνών, ν΄απευθυνθεί στον ειδικά ασχολούμενο με την υπογονιμότητα γυναικολόγο. Σε περίπτωση που στο ιστορικό του ζευγαριού υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση παθολογικών οντοτήτων που οδηγούν σε υπογονιμότητα (π.χ επεισόδια σαλπιγγίτιδων, ανωμαλίες εμμήνου ρύσεως, ιστορικό κιρσοκήλης ή παρωτίτιδας), ή όταν η ηλικία της γυναίκας είναι μεγαλύτερη των 35 ετών (καθώς γνωρίζουμε ότι μετά τα 35 έτη αρχίζει μία προϊούσα εκπτωση της ωοθηκικής λειτουργίας), είναι σκόπιμο το ζευγάρι να απευθυνθεί νωρίτερα στον ειδικό γυναικολόγο.
Η υπογονιμότητα θεωρείται πρόβλημα του ζεύγους. Μ΄εξαίρεση δηλαδή λίγες περιπτώσεις όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους εμφανίζει ένα απόλυτο αίτιο υπογονιμότητας (π.χ αζωοσπερμία ή φραγμένες σάλπιγγες), συνήθως το πρόβλημα είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της ήπιας δυσλειτουργίας των γεννητικών συστημάτων των δύο συντρόφων. Γι αυτό το ζεύγος αντιμετωπίζεται σαν μια ενιαία οντότητα.
Ο εξειδικευμένος στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας γυναικολόγος, θα πρέπει αρχικά να εντοπίσει το αίτιο της υπογονιμότητας.Τα συχνότερα αίτια είναι η ωοθηκική δυσλειτουργία, η διαταραγμένη βατότητα των σαλπίγγων ή η διαταραγμένη μορφολογία της κοιλότητας της μήτρας, καθώς και η κακή ποιότητα του σπέρματος. Πολλές φορές συνυπάρχουν περισσότερα του ενός αίτια, ενώ υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που δεν εντοπίζεται κανένα αίτιο υπογονιμότητας, οπότε έχουμε την υπογονιμότητα αγνώστου αιτιολογίας. Η συχνότητα αυτής αφορά το 10 – 20% των υπογόνιμων ζευγαριών.
Η βασική διερευνηση του υπογόνιμου ζευγαριού πρέπει να αφορά κάθε πιθανό αίτιο. Η ωοθηκική λειτουργία θα διερευνηθεί υπερηχογραφικά, καθώς και με μια σειρά ορμονικών προσδιορισμών.Η βατότητα των σαλπίγγων καθώς και η ανατομική ακεραιότητα της μήτρας θα διερευνηθεί με υστεροσαλπιγγογραφία ή με συνδυασμό υστεροσκόπησης και λαπαροσκόπησης. Από την πλευρά του ανδρικού παράγοντα, θα χρειαστεί ένα σπερμοδιάγραμμα. Αναλόγως των ευρημάτων μπορεί να χρειασθούν επιπλέον πιο εξειδικευμένες διαγνωστικές μέθοδοι.
Αφού εντοπισθεί το αίτιο της υπογονιμότητας θα καθορισθεί η κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση. Αυτή θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη για το συγκεκριμένο ζευγάρι, ανάλογα δηλαδή με το αίτιο της υπογονιμότητας και τις ιδιαιτερότητες του ζευγαριού. Επίσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι επιθυμίες καθώς και η στάση ζωής του ζευγαριού. Σημαντικό τέλος από την πλευρά του ιατρού είναι να πιστεύει στη χρήση διαφόρων θεραπευτικών μεθόδων με μια προοδευτικότητα, από τις απλούστερες στις πιο σύνθετες, καθώς και στη χρήση μεθόδων οι οποίες προσεγγίζουν, όσο γίνεται περισσότερο, τη φυσική διαδικασία της αναπαραγωγής, αφήνοντας τις πιο παρεμβατικές μεθόδους ως τελευταίο όπλο, και μόνο όπου αυτές είναι απολύτως απαραίτητες.